- κεκραμαι
- κέκραμαικέκρᾱμαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κέκραμαι — κεράννυμι mix perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετάννυμι — και πεταννύω, ΜΑ 1. απλώνω, ανοίγω, εκτείνω (α. «εἵματα... πέτασαν παρὰ θῑν ἁλός», Ομ. Οδ. β. «ὁ ἄνθρωπος τὰς χεῑρας πετάσας», Πορφ.) 2. θρησκ. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας 3. υψώνω το βλέμμα προς τον ουρανό («εἰς τὸν οὐρανὸν πετάσας τὸ ὄμμα… … Dictionary of Greek
k̂erǝ-, k̂rā- — k̂erǝ , k̂rā English meaning: to mix; to cook Deutsche Übersetzung: “mischen, durcheinanderrũhren”, partly also “kochen” (vom Umrũhren) Material: O.Ind. srüyati “kocht, brät”, srīṇüti “mischt, kocht, brät”, srītá “gemischt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary